- Μαργαριτα Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 28 Nοεμβρίου 2010
Το πείραμα είχε ενδιαφέρον. Κατά παρέκκλιση της νοοτροπίας που ωθεί τους περισσότερους Ελληνες να αφιερώνουν το κυριακάτικο μεσημέρι αποκλειστικά στην έξοδο για φαγητό, έκανα μια μικρή περιήγηση στη νεότευκτη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας, στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» στο Θησείο και στο Κέντρο Τεχνών του Πάρκου Ελευθερίας. Μαζί με το Πνευματικό Κέντρο της Οδού Ακαδημίας είναι οι τέσσερις χώροι που φιλοξενούν τον κύριο όγκο των εικαστικών δράσεων του Δήμου της Αθήνας. Η Τεχνόπολη έχει τη δική της αυθύπαρκτη υπόσταση.
Ξεκίνησα από τα βασικά. Μπήκα στη διαδικτυακή πύλη City of Athens, όπου βρήκα τις διευθύνσεις και διαπίστωσα ότι όλα έκλειναν μόλις στη 1 μ.μ. Δεν υπήρχε καμιά ενημέρωση για τις περιοδικές εκθέσεις, αλλά περίσσευαν τα ιστορικά στοιχεία για τα κτίρια.
Δημοτική Πινακοθήκη. Με λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, κατευθύνθηκα στην οδό Μυλέρου του Μεταξουργείου, για να δω τη νέα Πινακοθήκη. Προσπέρασα αρκετούς τοξικομανείς, που έχουν κάνει στέκι τους την πλατεία Κουμουνδούρου, απέστρεψα το βλέμμα από τα ρυπαρά πεζοδρόμια που είχαν υπολείμματα φαγητών, αγνόησα ζητιάνους που ζητούσαν πιεστικά ελεημοσύνη και έφτασα στον προορισμό μου: ένα καλαίσθητο οικοδόμημα με καθαρό και φροντισμένο περιβάλλοντα χώρο. Στην πόρτα με υποδέχθηκε ένας καλοσυνάτος φύλακας, που μου εξήγησε –αν και δεν ήταν δουλειά του– ότι τα δύο κτίρια με επιλογές από τις πλούσιες συλλογές έργων του δήμου μόλις παραδόθηκαν στο ευρύ κοινό. Επίσης με πληροφόρησε ότι το ωράριο είχε αλλάξει και ότι όλοι οι δημοτικοί χώροι κλείνουν την Κυριακή στις 2 μ.μ. Περνώντας το κατώφλι βρέθηκα μπροστά σε άλλη μια ευχάριστη έκπληξη: ευπρόσωποι και φιλόξενοι χώροι με έργα ζωγραφικής από τους διαπρεπέστερους Ελληνες ζωγράφους, από τη Σχολή του Μονάχου έως σήμερα. Δυστυχώς, εκτός από εμένα μόνο άλλοι τρεις επισκέπτες προχωρημένης ηλικίας ήθελαν να ευφρανθούν από την τέχνη, ενώ δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος να μας πει δυο λόγια για την έκθεση ή την καινούργια πινακοθήκη. Ακριβώς έξω από το κτίριο, τα καφέ και τα ταβερνεία έσφυζαν από νεολαία που τσιμπολογούσε μεζέδες και τιτίβιζε. Η αντίθεση ήταν τεράστια.
Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα». Συνέχισα τη βόλτα στο Κέντρο Μελίνα. Παρέκαμψα το κυριακάτικο παζάρι που εκτείνεται από το Μοναστηράκι ώς το Θησείο με τα χαλιά και τα παλιά αντικείμενα, ψάχνοντας απεγνωσμένα θέση στάθμευσης. Λίγα μέτρα από την είσοδο του Πνευματικού Κέντρου είχε παρκάρει η κινητή καντίνα «Ο Αρχοντας» και η τσίκνα έφτανε μέχρι το παλαιό πιλοποιείο. Ο φύλακας με ενημέρωσε βαριεστημένα ότι στο ισόγειο είναι η συλλογή Χαρίδημου της οικογένειας των καραγκιοζοπαικτών και στον πρώτο όροφο είναι μια έκθεση αφιερωμένη στην Παλιά Αθήνα με ομοιώματα καταστημάτων (κουρείο, μπακάλικο κ.ά.). Στο εσωτερικό του «Μελίνα» ήταν η απόλυτη νέκρα και ήμουν η μοναδική επισκέπτρια.
Κέντρο Τεχνών του Πάρκου Ελευθερίας. Από το κέντρο της Αθήνας, ανηφόρισα στο Πάρκο Ελευθερίας. Το εστιατόριο-καφέ είχε σχετική κίνηση, αλλά το Κέντρο Τεχνών που φιλοξενεί την έκθεση του καλλιτέχνη Αχμάντ Μουάλα ήταν άδειο, εκτός από μια οικογένεια Σύρων που ανήκουν στην παροικία και έσπευσαν να δουν την έκθεση του συμπατριώτη τους.
Η αυτοψία στους τρεις χώρους γεννάει πολλά σκέψεις. Το οφθαλμοφανές συμπέρασμα είναι ότι δείχνουν αποκομμένοι από τη ζωή της πόλης, με ελάχιστο αριθμό επισκεπτών, παρ’ ότι δίπλα τους υπάρχουν καφέ, εστιατόρια ακόμα και παζάρια. Είναι σαφές ότι απουσιάζει η επικοινωνιακή στρατηγική, που θα έκανε πιο γνωστούς τους χώρους, αλλά και η εκθεσιακή πολιτική που θα τους έδινε στίγμα και μακροπρόθεσμα θα τους μετέτρεπε σε σταθερά σημεία αναφοράς για το αθηναϊκό κοινό. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η σοβαρή υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας συμπαρασύρει και όποιες ελπίδες θα είχε ένας χώρος σαν τη νέα Πινακοθήκη να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών.
Το ωράριό τους τις Κυριακές –κλείνουν στις 2 μ.μ.– είναι αναντίστοιχο με εκείνο των περισσοτέρων Αθηναίων που αποκλείεται να ξυπνήσουν στις 9 το πρωί και να τρέξουν να δουν εκθέσεις. Η ιστοσελίδα του Δήμου της Αθήνας, ενώ έχει γίνει πολύ καλύτερη από το παρελθόν, πάσχει σε ορισμένα καίρια σημεία, όπως η ενημέρωση. Κοντολογίς, χρειάζονται γενναίες αλλαγές ώστε αυτοί οι χώροι να διεκδικήσουν ένα καλύτερο και πιο δημοφιλές μέλλον.
Κάποτε η Αθήνα ήταν η πόλη μας. Αραγε εξακολουθεί να είναι ή έχει γίνει ένα παζάρι ποικίλων εθνοτήτων και θρησκευτικών δογμάτων που προσπαθούν να μας επιβληθούν με την επίκληση ανθρωπίνων και άλλων δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και από τον... Αλλάχ;;;
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας: Πολλά έργα τέχνης, κανείς επισκέπτης
Αγγελος Μοσχονάς: Υπάρχει εικαστική επιτροπή;
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος αντιδήμαρχος Αγγελος Μοσχονάς, πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, μας πληροφόρησε ότι στον τομέα του εργάζονται 230 άτομα, διαφόρων ειδικοτήτων, και ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός για τα πολιτιστικά ανέρχεται σε 22 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Οταν τον ενημερώσαμε ότι από το 2006 δεν έχει συνεδριάσει η εικαστική επιτροπή του δήμου, αποκαλύφθηκε ότι δεν ήξερε καν ότι υπάρχει... Μας είπε μάλιστα ότι οι επιλογές των εκθέσεων γίνονται κατόπιν αιτημάτων που δέχεται ο δήμος από τους ενδιαφερόμενους και σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται προσπάθειες να εξασφαλιστούν αφιερώματα από το εξωτερικό. Ετσι εξηγείται ότι δεν υπάρχει πολιτική, συνάφεια και στίγμα στους εκθεσιακούς χώρους του δήμου.
Στο κρίσιμο ζήτημα των ναρκομανών και όχι μόνο, που αποτρέπουν τον κόσμο να επισκεφθεί την Πινακοθήκη, μας απάντησε ότι «κάτα κύριο λόγο είναι ξένοι» (sic), και μας προέτρεψε να ρωτήσουμε τη νέα δημοτική αρχή με τη φράση: «Αλλη άποψη έχει ο κ. Καμίνης για το θέμα των ξένων και άλλη εγώ».
Νέλλη Κυριαζή: Αρκεί μόνο η προβολή...
Η διευθύντρια της Δημοτικής Πινακοθήκης, Νέλλη Κυριαζή, έχει ετοιμάσει το εκθεσιακό πρόγραμμα της Πινακοθήκης, αλλά δεν φαίνεται να την προβληματίζει η απουσία του κοινού και τα γνωστά θέματα της ευρύτερης περιοχής της πλατείας Κουμουνδούρου: «Πιστεύω ότι, αν είχαμε πιο σωστή προβολή, ο κόσμος θα ερχόταν και θα εκτιμούσε την προσπάθεια που κάνουμε», δηλώνει στην «Κ». Οσο για τους τοξικομανείς: «Αλλού είναι χειρότερα».
Στην ερώτησή μας αν έχει σκεφτεί ορισμένες πρωτοβουλίες που θα έφεραν τους νέους από τα γειτονικά καφέ μέσα στην Πινακοθήκη, φαίνεται σαν να μην το έχει σκεφτεί καν· μας απαντά ότι αρκεί η προβολή.
Είναι φανερό ότι κυριαρχεί η νοοτροπία πως ο θεατής πάει από μόνος του στο μουσείο, ενώ οι όροι έχουν αντιστραφεί εδώ και καιρό: οι πολιτιστικοί χώροι πρέπει να βρουν τις ιδέες, τα καλώς νοούμενα τεχνάσματα, για να τους «μαγνητίσουν».