Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

«Μέτοικος» στις παράλληλες πραγματικότητες μιας ανεξιχνίαστης πόλης


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΟΥ
  • Του Κωστα Πασχαλιδη*Η Καθημερινή, 9/9/2012

Μεγάλωσα στον νότο της κεντρικής Αθήνας, στον Νέο Κόσμο. Μια γειτονιά που ήταν παγκοσμίως άγνωστη στα άχαρα χρόνια της εφηβείας μου, στο 1980 τόσο. Η γειτονική Νέα Σμύρνη τα είχε όλα. Ο Νέος Κόσμος είχε μόνο γκαράζ, λαστιχάδικα αυτοκινήτων, στενούς δρόμους και φασαριόζους ανθρώπους. Τις Κυριακές ήσαν όλοι στα μπαλκόνια γύρω από ένα τεράστιο οικογενειακό τραπέζι και το Πάσχα μύριζε τσίκνα σε κάθε στενό και στέναζε από κλαρίνα, γραμμένα σε εξηντάρα κασέτα. «Εμείς δεν είμαστε για εδώ, εμείς θα κάνουμε καριέρα στον Νέο Κόσμο», λέγαμε με τον Δημητράκη, τον συμμαθητή μου εν είδει δελφικού γρίφου, ορεγόμενοι την Αμερική. Εκείνος μετακόμισε τελικά στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στα Εξάρχεια.

Εφυγα νύχτα σχεδόν, με συνοπτικές διαδικασίες, έναν Φλεβάρη, δέκα χρόνια πριν. Τα Εξάρχεια είναι ίσως η μόνη πραγματική μεγαλούπολη της Αθήνας. Εκεί ζουν πλάι πλάι οι ανώνυμοι διαφορετικοί. Aνθρωποι μόνοι και άνθρωποι μαζί. Κοινότητες παμπάλαιων χριστιανικών ενώσεων με τις επιχειρήσεις και τις δικές τους ενορίες. Κοινότητες αθέων και πανθέων, εξτρεμιστών της θεωρίας και της δράσης, εναλλακτικών, τοξικοεξαρτημένων και εργαζόμενων στην απεξάρτηση, καλλιτεχνών κάθε είδους, οικογενειαρχών, αστέγων και αναρίθμητων γραιών. Με γάτες. Κανείς δεν ενοχλεί κανέναν, ή μάλλον κανείς δεν ενοχλείται από κανέναν. Μαθημένοι. Oπως σε καμιά άλλη πόλη της Αθήνας.

Στην πρώτη μου επέτειο του Πολυτεχνείου, ένιωθα τον φόβο του μικρού θηλαστικού στην επερχόμενη μπόρα. Τα αυτοκίνητα να λιγοστεύουν στο σούρουπο και τον ουρανό να αντηχεί από τα ελικόπτερα. Κι εκεί, στη γωνία Καλλιδρομίου και Τρικούπη, μια αιωνόβια φιγούρα, καθισμένη στο L’ Ami μπρος στην απογευματινή της πάστα, μυρίστηκε τον φόβο του νεοφερμένου. «Δεν είσαι από δω! Είναι ακόμα νωρίς», μου είπε. «Θα ’ρθουν, αλλά πρώτα θα πέσει η νύχτα. Oπως πάντα». Και ήρθαν. Η πόλη των Εξαρχείων είναι συμφιλιωμένη με τις αναταράξεις και τις αλλαγές. Δεν δυσανασχετεί, ξέρει να αυτοοργανώνεται, να αφουγκράζεται, να ανέχεται και να συνεχίζει.

Στην τρίτη και τελευταία μου μετοίκιση, μετανάστευσα στο σπίτι της οδού Μετσόβου, στην περιοχή όπου τα επιστολόχαρτα των γηγενών δεν αναγράφουν «Εξάρχεια» ή «Αθήναι», αλλά «Μουσείον». Στη γειτονιά που σφύζει από ζωή τη μέρα και κυριαρχείται από σκιές αθόρυβες τη νύχτα.

Στη γειτονιά όπου ενδημεί η παλιά βεντέτα μεταξύ των επαρχιογενών ειδικών φρουρών και των εγχώριων αντιεξουσιαστών. Η πόλη γύρω από το Μουσείο είναι αρχαία σαν τα μάρμαρά του και γεμάτη από ιστορίες αγώνων και ανατροπών. Ο νεοκλασικός κήπος του Μουσείου, το κουφάρι του Ακροπόλ, η θέα από την πολυτελή ταράτσα του Park (αρκετά ψηλά για να διακρίνεις τις ατέλειες στο έδαφος) και η σκοτεινή Τοσίτσα συνυπάρχουν απροσποίητα. Και μέσα σ’ αυτήν τη Βαβέλ, σπουδαστές, αναρίθμητοι πιτσιρικάδες, εναλλακτικοί, νοικοκυραίοι, ανώτερα στελέχη του υπουργείου, ζωντανοί–νεκροί, ενορίτες του Αγίου Βασιλείου, γριές με γάτες, γάτες μόνες τους και πολλοί άλλοι καλημερίζονται, συνηθίζονται και συνεχίζουν.

«Οπως πάντα», μια κουβέντα που ειπώθηκε πάνω από μια πάστα σεράνο και που θα μπορούσε να συνοψίσει τον ορισμό αυτής της πόλης. Της μόνης, ίσως, πραγματικής πόλης μες στην πόλη όπου γεννήθηκα.

ΥΓ.: Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο Νέος Κόσμος άλλαξε κι αλλάζει συνεχώς. Προς την κατεύθυνση της πόλης. Αλλά δεν ζω πια εκεί. Ζουν άλλοι έφηβοι που θα δώσουν μια μέρα τον δικό τους ορισμό.
* Ο κ. Κώστας Πασχαλίδης είναι αρχαιολόγος και εργάζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου